Άννα Πολιτκόφσκαγια In memoriam

Άννα Πολιτκόφσκαγια In memoriam

 



Μόνος στην μάχη δεν την κερδίζεις
Ρωσική παροιμία
 
 Στο μακρινό 1982 μέσα στο ζοφερό περιβάλλον της «στασιμότητας» του σοβιετικού καθεστώτος και της στραγγαλιστικής ατμόσφαιρας που δημιουργούσαν διάφοροι έλληνες, στελέχη του κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ στην τότε Σοβιετική Ένωση, αποφάσισα ότι μια από τις διεξόδους που έχω είναι η μετάφραση εμβληματικών κειμένων της ρωσικής γραμματείας.
 
Ήταν μια απόφαση απομόνωσης αλλά και διεξόδου συνάμα, από μια κατάσταση που είχε όλα τα χαρακτηριστικά του ψυχολογικού πολέμου, της πολιτικής δίωξης και φυσικής εξόντωσης. Εξάλλου οι επιλογές δεν ήταν πολλές.
 
Στα 25 χρόνια που μεσολάβησαν τήρησα με ευλάβεια την απόφασή μου αυτή και ασχολήθηκα με την μετάφραση κειμένων μεγάλης ιστορικής, φιλοσοφικής και λογοτεχνικής αξίας, την ποιότητα της οποίας θα την αξιολογήσει ο ύπατος κριτής, ο αναγνώστης.
 
Παρά το γεγονός ότι αρκετές φορές μου προτάθηκε να μεταφράσω κείμενα επίκαιρα αρνήθηκα θεωρώντας πως δεν είναι αυτό δική μου δουλειά.
 
Ο καλόπιστος αναγνώστης που κρατάει στα χέρια του το βιβλίο τούτο, ίσως αναρωτηθεί για ποιο λόγο μετέφρασα το βιβλίο της Άννας Πολιτκόφσκγια «Ρωσικό Χρονικό». Την απάντηση θα την δει διαβάζοντας τις σελίδες που ακολουθούν.
 
Είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι το βιβλίο αυτό, εκτός από ένα χρονικό, στο άμεσο και στο απώτερο μέλλον θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους ιστορικούς και του μελετητές της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας.
 
Η Άννα Πολιτκόφσκαγια μέσα από τις σελίδες του τελευταίου της βιβλίου, παραδίδει μαθήματα όχι μόνο έντιμης και μαχητικής δημοσιογραφίας, αλλά και υποδειγματικής καταγραφής των γεγονότων, έτσι ώστε ο αναγνώστης να σχηματίζει ιδία άποψη.
 
Υπ’ αυτή την έννοια το βιβλίο τούτο, αργά ή γρήγορα, θα βρει όχι μόνο τον δρόμο προς τον αναγνώστη, αλλά και προς το εργαστήριο του ιστορικού για την αποτίμηση της δύσκολης συγκυρίας και των συνθηκών υπό τις οποίες γράφτηκε.
 
Το «Ρωσικό Χρονικό» είναι ένα βιβλίο μαρτυρία, ένα βιβλίο διαθήκη, ένα βιβλίο κατάθεση ψυχής μιας μοναχικής γυναίκας που τόλμησε να αντιπαρατεθεί με τις πανίσχυρους και ισοπεδωτικούς μηχανισμούς της εξουσίας.
 
Είναι ο ψίθυρος αλλά και η κραυγή μιας γυναίκας, την οποία οι σύγχρονοι της αποκάλεσαν «συνείδηση της Ρωσίας» για τους αγώνες που έδωσε υπέρ των αδυνάμων, υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπέρ των επερχόμενων γενιών.
 
Το «Ρωσικό Χρονικό» είναι το ημερολόγιο μιας δημοσιογράφου που γράφτηκε με την επιμέλεια μεσαιωνικού χρονικογράφου. Είναι όμως και το τελευταίο ρεπορτάζ μιας δημοσιογράφου που ζούσε τα γεγονότα, αφήνοντας πίσω της την θαλπωρή του δημοσιογραφικού γραφείου και την ασφάλεια της αφ’ υψηλού θεώρησης των πραγμάτων.
 
Η Άννα Πολιτκόφσκαγια ήταν μια γενναία γυναίκα. Ήταν μια λαμπρή δημοσιογράφος. Ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος με ευρύτητα πνεύματος, βαθιά καλλιέργεια, πάθος για τη ζωή και απέραντη αγάπη για την χειμαζόμενη πατρίδα της. Ήταν ένας άνθρωπος ρομαντικός με την έννοια του μοναχικού που δεν διστάζει να τα βάλει με αδυσώπητους ανεμόμυλους.
 
Μπορεί κάποιος από μας να μη συμφωνεί με τις πολιτικές αντιλήψεις, να διαφωνεί με τα συμπεράσματά της, να αντιπροτείνει έναν άλλο τρόπο ερμηνείας των γεγονότων. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εντιμότητα αυτής της γυναίκας. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το θάρρος της να τα βάλει με την εξουσία. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το πάθος της στην αναζήτηση της αλήθειας.
 
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι που κάνουν ξεχωριστή την Άννα Πολιτκόφσκαγια. Αυτά είναι που συνθέτουν τον καμβά του πορτρέτου της, ενός πορτρέτου που βάφτηκε με το ίδιο της το αίμα. 
 
 
 
Γεννήθηκε η Άννα Πολιτκόφσκαγια στη Νέα Υόρκη το 1958, όπου και οι δύο γονείς της, ουκρανικής καταγωγής, υπηρετούσαν στην σοβιετική αντιπροσωπεία των Ηνωμένων Εθνών. Μεγάλωσε στη Μόσχα και το 1980 ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Δεν είναι τυχαίο ότι η πτυχιακή της εργασία είχε ως θέμα την τραγική  ζωή και το έργο της μεγάλης ρωσίδας ποιήτριας Μαρίνας Τσβετάγιεβα.
 
Από το 1982 έως και το 1993 εργάστηκε στην εφημερίδα «Ιζβέστια» ως δημοσιογράφος, υπεύθυνη για το τμήμα έκτακτων περιστατικών και στη συνέχεια ανέλαβε βοηθός αρχισυντάκτη στην εφημερίδα «Obshaja Gazeta» που είχε ιδρύσει ο Γιεγκόρ Γιάκοβλεφ. Από του Ιούνιο του 1999 έως και τον θάνατο της, το 2006, είχε δική της στήλη στην εφημερίδα «Novaja Gazeta», όπου δημοσίευσε σειρά αποκαλυπτικών άρθρων για τον πόλεμο την Τσετσενία, τα γεγονότα στο θέατρο «Νορντ –Οστ» στην Μόσχα, το Μπεσλάν αλλά και ρεπορτάζ από διάφορες περιοχές της Ρωσίας.
 
Το άρθρο της «Οι εξαφανισμένοι» στάθηκε η αφορμή για την αποκάλυψη της δράσης των ΟΜΟΝ, των ειδικών μασκοφόρων δυνάμεων του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσίας στην απαγωγή, βασανισμό και εξαφάνιση ανθρώπων στον Βόρειο Καύκασο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη ενός αξιωματικού των ΟΜΟΝ, του Σεργκέι Λάπιν.
 
Στα γεγονότα του «Νορντ – Οστ» του θεάτρου που κατέλaβαν Τσετσένοι τρομοκράτες στην Μόσχα τον Οκτώβριο του 2002 η Πολιτκόφσκαγια ήταν ο μεσολαβητής μεταξύ των Αρχών και των τρομοκρατών καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για την απελευθέρωση των ομήρων. Μετά την τραγική κατάληξη, η Άννα Πολιτκόφσκαγια στάθηκε στο πλευρό των οικογενειών των θυμάτων υποστηρίζοντας με την πένα της τα ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως το δικαίωμα για μια ανεξάρτητη ανάκριση και δίκαιη δίκη.
 
Κατά την διάρκεια της ομηρίας εκατοντάδων μικρών παιδιών στο σχολείο της πόλης Μπεσλάν η Πολιτκόφσκαγια ενώ ήταν στο αεροδρόμιο έτοιμη να μεταβεί αεροπορικώς στο τόπο των γεγονότων δηλητηριάστηκε από άγνωστο, με αποτέλεσμα να διακομιστεί στο νοσοκομείο και να γλιτώσει τελευταία στιγμή τον θάνατο.
 
Η Άννα Πολιτκόφσκαγια δεν ήταν αρεστή στην εξουσία. Δεν την καλούσαν στις συνεντεύξεις Τύπου, δεν τις έδιναν πληροφορίες, δεν συνομιλούσαν μαζί της. Ήταν το μαύρο πρόβατο της δημοσιογραφικής κοινότητας της Ρωσίας. Την στιγμή που άλλοι μεγαλοδημοσιογράφοι περιδιάβαιναν τους διαδρόμους της εξουσίας, η Άννα Πολιτκόφσκαγια ταξίδευε στις εσχατιές της πατρίδας της, με κίνδυνο της ζωής της, προκειμένου να καλύψει σοβαρά θέματα, για τα οποία όλοι οι άλλοι ασπάλακες της εξουσίας σιωπούσαν.
 
Για την δράση της αυτή η Άννα Πολιτκόφσκαγια τιμήθηκε με το Βραβείο της Ένωσης Ρώσων Δημοσιογράφων (2001), το Διεθνές Βραβείο της Διεθνούς Αμνησίας για τον αγώνα της υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (2001), το βραβείο του Pen Club των ΗΠΑ (2002), το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Γυναικών Δημοσιογράφων (2002), το βραβείο Lettre Ulysses (2003), το Herman Kesten Award (2003), το βραβείο Ούλοφ Πάλμε (2004) από κοινού με τους γνωστούς υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ρωσία Λιουντμίλα Αλεξέγιεβνα και Σεργκέι Κοβαλιόφ, το Βραβείο για την ελευθερία και το μέλλον στα ΜΜΕ (2005) και το διεθνές βραβείο δημοσιογραφίας Tiziano Terzani (2006).
 
Στις 7 Οκτωβριου 2006, ημέρα των γενεθλίων του προέδρου της Ρωσίας. Β. Β. Πούτιν, η Άννα Πολιτκόφσκαγια δολοφονήθηκε με τέσσερις πυροβολισμούς, έναν στον κεφάλι και τρεις στο κορμί, στον ανελκυστήρα του κτιρίου όπου βρισκόταν το διαμέρισμα της. Μέχρι σήμερα ο δολοφόνος της δεν έχει βρεθεί.
 
Λίγα λόγια για το κείμενο. Το κείμενο αυτό έφτασε στα χέρια μου μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον ρώσο εκδότη της Άννας Πολιτκόφσκαγια. Από την πρώτη κιόλας ματιά κατάλαβα ότι είναι το πρωτόλειο, ότι δεν το έχει επεξεργαστεί, δεν έχει κάνει διορθώσεις, προσθήκες ή αφαιρέσεις. Κατά την διάρκεια της μετάφρασης προέκυψαν ορισμένα ζητήματα εκφραστικού χαρακτήρα, τα οποία και έλυσα αυτοβούλως. Τα όποια λάθη πάντως εντοπίσει ο αναγνώστης στο ελληνικό κείμενο βαραίνουν εμένα προσωπικά και για το λόγο αυτό ζητώ την επιείκεια του αναγνώστη.
 
Ιδιαίτερη αναφορά θα ήθελα να κάνω στην επιμελήτρια του βιβλίου Αναστασία Πάγια, η επιμέλεια και η φροντίδα της οποίας προφύλαξαν τον μεταφραστή από λάθη και αβλεψίες, πράγμα για το οποίο και την ευχαριστώ από βάθους καρδιάς.
 
Στις σελίδες που ακολουθούν ο αναγνώστης μπορεί να συγκινηθεί, μπορεί να εξοργιστεί, μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με τη νεκρή πια συγγραφέα. Δεν θα μπορέσει όμως να μείνει αδιάφορος για αυτά που γράφει. Επαφίεται στην κρίση του το υλικό που περιέχει. Επαφίεται στη συνείδησή του η μνήμη της ίδιας της Άννας Πολιτκόφσκαγια, μιας γυναίκας που άφησε ως παρακαταθήκη την εντιμότητα, το πάθος και τον αγώνα της κατά των αυθαιρεσιών της εξουσίας. Μακάρι να βρει μιμητές.
 
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Αθήνα, Μεταξουργείο
Φεβρουάριος 2007